πολύδημος

πολύδημος
-ον, Α
πολυάνθρωπος, γεμάτος κόσμο, πυκνοκατοικημένος («πολύδημος πόλις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δῆμος (πρβλ. φιλό-δημος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύδημον — πολύδημος populous masc/fem acc sg πολύδημος populous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδημώδης — ες, Α [πολύδημος] 1. πολύδημος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.) …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”